τύμβος

τύμβος
Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να σωρεύονται πάνω από τάφους μεγάλοι όγκοι χωμάτων έτσι που να δημιουργούνται μικροί λοφίσκοι, ανάγεται στους ομηρικούς χρόνους. Τέτοιοι τ., πολλοί από τους οποίους σώζονται ως σήμερα, ονομάστηκαν από το λαό τούμπες κουρμούλες, μαγούλες, γομαράδες κλπ. Ορισμένοι από τους τ. περιλάμβαναν χτιστούς θολωτούς τάφους, όπως αυτοί της μυκηναϊκής εποχής, ενώ άλλοι, οι μακεδονικοί κυρίως, μικρούς κωνικούς, με καμάρες. Τέλος, τεράστιοι τ. της νεολιθικής εποχής και της εποχής του χαλκού, που βρέθηκαν στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και αλλού, καλύπτουν ολόκληρους συνοικισμούς.
* * *
ο, ΝΜΑ, και κερκυραϊκός τ. τῡμος Α
αρχαιολ. τεχνητός κωνοειδής λόφος από χώμα και λίθους πάνω από το μέρος όπου έχει ταφεί νεκρός ή η κάλπη που περιείχε τη στάχτη του, αλλ. τούμπα (α. «ο τύμβος τού Μαραθώνα» β. «χεῡ Ἀγαμέμνονι τύμβον», Ομ. Οδ.)
2. μεγαλοπρεπής τάφος
3. επιτάφια πλάκα, ταφόπετρα ή στήλη με την εικόνα τού νεκρού
αρχ.
1. γήλοφος, ύψωμα
2. φρ. α) «ὤσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών»
(στον Αριστοφ. και σχετικά με τον Φιλοκλέωνα ο οποίος απευθύνεται με σκωπτικό τρόπο στον γιο του) σαν άνθρωπος παραζαλισμένος, που τά έχει χαμένα
β) «θρηνεῑν... πρὸς τύμβον μάτην»
(στον Αισχύλ.) λεγόταν για κάποιον που δεν προσέχει ή δεν επιθυμεί να ακούσει έναν ομιλητή
γ) «γέρων τύμβος»
(στον Ευρ.) μτφ. εσχατόγηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τύ-μβος θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *tēu-bh- «φουσκώνω» (βλ. λ. τύφη) με έρρινο ένθημα -m- και αποδάσυνση τού ενθήματος -bh- σε περιβάλλον μετά από έρρινο (πρβλ. θρόμ-βος < τρέ-φ-ω, κόρυ-μ-βος < κορυ-φ-ή) και να συνδεθεί με μέσ. ιρλδ. tomm «μικρός λόφος», γαλατ. tom «μικρό ύψωμα τής γης, βουναλάκι». Η σύνδεση της λ. τύμβος με τα: λατ. tŭmulus «βουναλάκι», tŭmeo «φουσκώνω», αρχ. άνω γερμ. dūmo, γερμ. Daumen «αντίχειρας» θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή λόγω τής παρουσίας τού κερκυραϊκού τ. τῦμος με μακρό --, παρλλ. προς το -- τού τ. τῠμβος, προσκρούει, όμως, στην παρουσία στον ελλ. τ. τού χειλικού -β- το οποίο δεν απαντά στις άλλες ΙΕ λ. Η λ. τύμβος δήλωνε αρχικά το μικρό ύψωμα τής γης, τον σωρό χώματος πάνω από τον τάφο και στη συνέχεια έλαβε τη σημ. τού τάφου και ιδιαίτερα τού μεγαλοπρεπούς, επίσημου τάφου και έτσι πρέπει να διακριθεί από τη λ. τάφος*, που δήλωνε το σκαμμένο μέρος, τον λάκκο όπου τοποθετούσαν τον νεκρό. Η λ. χρησιμοποιήθηκε επίσης μεταφορικά για να δηλώσει, με αστεϊσμό, τον γέρο (πρβλ. τυμβογέρων). Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tumba) και στη συνέχεια και η Γαλλική (πρβλ. γαλλ. tombe)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τύμβος — sepulchral mound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβος — ο 1. μικρό ύψωμα χώματος πάνω σε τάφο, τούμπα. 2. μεγαλόπρεπος τάφος, μεγαλόπρεπο μνημείο: Ο τύμβος των πεσόντων στη μάχη. 3. επιτάφια πλάκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξαντρόπολ, τύμβος — Σκυθικός βασιλικός τύμβος, από τους πλουσιότερους που έχουν έρθει στο φως. Βρέθηκε το 1852 στη Νικόπολη της Ουκρανίας και ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος είχε συληθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι o νεκρός… …   Dictionary of Greek

  • τύμβε — τύμβος sepulchral mound masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοι — τύμβος sepulchral mound masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοιο — τύμβος sepulchral mound masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοις — τύμβος sepulchral mound masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοισι — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοισιν — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβον — τύμβος sepulchral mound masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”